Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δρόμος μετ

  • 1 бег

    бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες
    * * *
    м
    1) ο δρόμος, το τρέξιμο

    бег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)

    бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων

    марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)

    бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων

    2) мн.

    бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες

    Русско-греческий словарь > бег

  • 2 препятствие

    препятствие с το εμπόδιο* бег с \препятствиеями о δρόμος μετ' εμποδίων брать \препятствие спорт, υπερνικώ το εμπόδιο
    * * *
    с
    το εμπόδιο

    бег с препя́тствиями — ο δρόμος μετ'εμποδίων

    брать препя́тствие — спорт. υπερνικώ το εμπόδιο

    Русско-греческий словарь > препятствие

  • 3 препятствие

    препятств||ие
    с τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, τό πρόσκομμα:
    непреодолимое \препятствие τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο· преодолевать \препятствиеия ὑπερνικώ τά ἐμπόδια· чинить \препятствиеия кому́-либо παρεμβάλλω προσκόμματα σέ κάποιον бег с \препятствиеиями спорт. ὁ δρόμος μετ· ἐμποδίων.

    Русско-новогреческий словарь > препятствие

См. также в других словарях:

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιδρομία — η δρόμος μετ εμποδίων, φυσικών ή τεχνητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. παγο δρομία, σκυταλο δρομία. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • εμποδιστής — ο (AM ἐμποδιστής) αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.) νεοελλ. (αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ εμποδίων …   Dictionary of Greek

  • εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… …   Dictionary of Greek

  • δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • μετάδρομος — μετάδρομος, ον (ΑM) 1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον 2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρόμος (πρβλ. διά δρομος, παρά δρομος)] …   Dictionary of Greek

  • PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»